- ὑψῶται
- ὑψόωlift highpres subj mp 3rd sgὑψόωlift highpres ind mp 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑψωταί — ὑψωτής one who exalts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψωται — ὕ̱ψωται , ὑψόω lift high perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτάκτης — ὁ, Α [ὑποτάσσω] 1. αυτός που υποτάσσει κάποιον («ὦ τῶν ὑπερεχόντων ὑποτάκται, ὦ τῶν ὑποτεταγμένων ὑψωταί», πάπ.) 2. αξιωματούχος με αρμοδιότητες στους εφήβους … Dictionary of Greek